- πριμοδότηση
- η, Ν [πριμοδοτώ]1. (οικον.) η παροχή χρηματικής αμοιβής για ενθάρρυνση ή στήριξη μιας δραστηριότητας, αλλ. επιχορήγηση2. φρ. α) «πριμοδότηση εξαγωγών»(οικον.) i) η εκ μέρους τού κράτους κάλυψη μέρους τού κόστους παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων ώστε να γίνουν ανταγωνιστικότερες οι εξαγωγέςii) η απαλλαγή μέρους τών φορολογικών υποχρεώσεων κατά την εξαγωγή ορισμένων προϊόντων για τον ίδιο σκοπόβ) «πριμοδότηση μισθωτών»(οικον.) η παροχή χρηματικών αμοιβών, βραβείων και μισθολογικών προαγωγών προκειμένου να αυξηθεί το ενδιαφέρον τών εργαζομένων για την υπηρεσία τουςγ) «πριμοδότηση μεταφορών» — άμεση οικονομική επιχορήγηση ή έμμεση επιχορήγηση, με φοροαπαλλαγές τών αντίστοιχων φορέων προκειμένου να καταστεί βιώσιμη η παροχή υπηρεσιών μεταφορώνδ) «πριμοδότηση παραγωγής» — η καταβολή χρηματικής ενίσχυσης στις επιχειρήσεις με έμμεσο τρόπο για να διατηρηθεί η παραγωγή ορισμένων προϊόντων, όπως, λ.χ. η αγορά διαφόρων αγροτικών προϊόντων από κρατικούς φορείς σε τιμή συγκέντρωσης υψηλότερη τής αγοράς.
Dictionary of Greek. 2013.